Εξασφάλιση Αμυντικής Αυτάρκειας
O σχεδιασμός της Εθνικής Άμυνας ενός κράτους, αποτελεί μία κρίσιμη στρατηγική με την οποία εξασφαλίζεται η εθνική ανεξαρτησία και η εδαφική του ακεραιότητα.
Ένοπλες δυνάμεις με ακμαία εθνική συνείδηση και υψηλό εθνικό φρόνημα, οι οποίες είναι και καλά εξοπλισμένες, αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωσή μας στο δυναμικό και ρευστό γεωπολιτικό μας περιβάλλον, αλλά και για την άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Αλλά λέγοντας εξοπλισμό τι ακριβώς εννοούμε. Εξοπλισμό που μας τον διαθέτουν οι σύμμαχοι μας ή εξοπλισμό που προέρχεται από μία εγχώρια αμυντική παραγωγή;
Μία μικρή μόνο ανάλυση των δεδομένων στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι ικανή να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι σε συνθήκες κρίσης ή σύρραξης δεν υπάρχει η πολυτέλεια να αναμένουμε αμυντική βοήθεια από τρίτους και η όποια αμυντική ικανότητά μας πρέπει να βασίζεται σε ελληνικούς πόρους, χωρίς φυσικά να αποκλείουμε και την οποιαδήποτε εξωτερική βοήθεια. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 1922, μεταξύ άλλων, ήταν και η έλλειψη πυρομαχικών και εξοπλισμού που περιμέναμε από τους συμμάχους μας, που μας στέρησε τη δυνατότητα επίτευξης αποφασιστικού αποτελέσματος και φτάσαμε στην απώλεια του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Παράλληλα βλέπουμε χώρες της περιοχής, με υψηλούς αναθεωρητικούς στόχους, να επενδύουν σημαντικά στην ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας τους, φτάνοντας να καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος των εξοπλιστικών αναγκών τους. Το γεγονός αυτό δεν μας προβληματίζει;
Εάν η αμυντική αυτάρκεια πρέπει να αποτελεί υψηλό στόχο της Στρατηγικής μας, εμείς τι κάνουμε;
Διαβάζοντας τον Νόμο Ν.4782/2021, άρθρο 149, θα συμφωνήσουμε ότι «Για την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφάλειας της χώρας και ιδίως για την ασφάλεια εφοδιασμού και την επιχειρησιακή αυτονομία των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και για την κάλυψη των αναγκών που υπάρχουν σε περιόδους κρίσης, επιστράτευσης ή πολέμου, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εγκαθίδρυση και διατήρηση μίας εγχώριας τεχνολογικής- βιομηχανικής βάσης, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που αφορούν σε έρευνα και ανάπτυξη, σε συγκεκριμένους στρατηγικούς τομείς άμυνας και ασφάλειας. Η βάση αυτή διασφαλίζει την ταχεία και απρόσκοπτη λειτουργία της αλυσίδας εφοδιασμού των ΕΔ σε υλικά, αναλώσιμα, εξαρτήματα, υπηρεσίες άμεσης συντήρησης και τεχνικής υποστήριξης και την εκτέλεση των αναγκαίων έργων σε όλες τις περιπτώσεις, εγκαίρως και υπό κάθε περίσταση».
Αλλά τι συμβαίνει στην πραγματικότητα;
Αποτελεί θλιβερή διαπίστωση της πρακτικής των τελευταίων χρόνων ότι οι κυβερνητικές αποφάσεις σε θέματα στρατιωτικού εξοπλισμού, λαμβάνονται κατά κύριο λόγο για την τήρηση γεωπολιτικών ισορροπιών, κατά δεύτερο λόγο για την κάλυψη των επιχειρησιακών απαιτήσεων των Κλάδων, ενώ δεν λαμβάνεται σχεδόν καθόλου υπόψη η εγχώρια συμμετοχή στην παραγωγή των συστημάτων. Ως εκ τούτου, ακολουθείται μία διαδικασία «fast track» για την υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, ακυρώνοντας στην πράξη τον σχετικό για τις αμυντικές προμήθειες νόμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη αγορά των Α/Φ Rafale, για τα οποία η Γαλλία θα εισπράξει 3,5 δισ. και δεν επιστρέψει ούτε ένα ευρώ σε παροχή τεχνογνωσίας και εκτέλεση υποκατασκευαστικού έργου από την ελληνική αμυντική βιομηχανία.
Επίσης στις περισσότερες συμβάσεις δεν υπάρχει ο υπολογισμός του λεγόμενου «Κόστους Κύκλου Ζωής» (LCC-Life Cycle Cost) αλλά ούτε και η απαίτηση για συγκεκριμένο ποσοστό διαθεσιμότητας των συστημάτων, κάτι που αποτελεί βασικό κριτήριο σύναψης συμβάσεων προμήθειας ή υποστήριξης στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ο εφοδιασμός και η υποστήριξη των νέων συστημάτων αντιμετωπίζεται με συμβάσεις «εν συνεχεία υποστήριξης» (Follow on Support) με πιθανότητα μόνο συμμετοχής κάποιων ελληνικών εταιριών. Και είναι προφανές ότι όταν αγοράσεις ένα ακριβό υλικό, θα πρέπει να πληρώσεις ότι σου ζητηθεί για τη συντήρηση του, αφού εκ των πραγμάτων υφίσταται το μονοπώλιο του κατασκευαστή.
Παράλληλα οι υπάρχουσες ελληνικές εταιρίες και υποδομές παραγωγής αμυντικού υλικού εκποιούνται ή απαξιώνονται, με κίνδυνο να μην μπορούμε στο άμεσο μέλλον να παράγουμε ούτε τα απολύτως αναγκαία για τις αμυντικές μας ανάγκες. Τελικά μήπως υπάρχει κάποια άτυπη «απαγόρευση» στο να κατασκευάζουμε κάτι μόνοι μας και όλα πρέπει να τα αγοράζουμε από τους συμμάχους μας;
Φυσικό επακόλουθο όλων αυτών είναι η Ελλάδα να βρίσκεται πολύ χαμηλά στους διεθνείς δείκτες καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας. Δηλαδή σε παράγοντες όπως, δαπάνες σε Έρευνα & Ανάπτυξη, καταθέσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, απασχόληση σε βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας, ποιότητα πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων, συνεργασία πανεπιστημίων-βιομηχανίας κλπ. Έτσι φτάνει δυστυχώς η Ελλάδα να κατατάσσεται 41η στον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας και 57η στον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας, από τις 129 και 140 χώρες αντίστοιχα, με μόνο την Κροατία να βρίσκεται κάτω από αυτήν σε αμφότερους τους δείκτες μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι υπάρχουν αξιόλογες ελληνικές εταιρείες που αναπτύσσουν πρωτοποριακά προϊόντα σε τεχνολογίες αιχμής, όπως μη επανδρωμένα αεροχήματα (Drones), ήλεκτρο-οπτικά όργανα, συστήματα επικοινωνιών, εφαρμογές κυβερνοάμυνας, αλλά και λύσεις σε θέματα ανορθόδοξου ναυτικού πολέμου με μικρό κόστος και μεγάλο επιχειρησιακό αποτέλεσμα (π.χ. μη επανδρωμένα σκάφη επιφανείας-USV). Στις εταιρίες αυτές συνεργάζονται Έλληνες ακαδημαϊκοί και ερευνητές που δραστηριοποιούνται στη Ελλάδα και το εξωτερικό, απόστρατοι αξιωματικοί με εξαίρετους τίτλους σπουδών και εμπειρία, ειδικοί επιστήμονες (ναυπηγοί, μηχανολόγοι μηχανικοί, ηλεκτρολόγοι, προγραμματιστές) και με βάση τις επιχειρησιακές απαιτήσεις των Ενόπλων μας Δυνάμεων είναι σε θέση να αναπτύξουν πρωτοποριακά προϊόντα και φτηνές αμυντικές λύσεις.
Τι πρέπει όμως να γίνει στην πράξη, πέραν των κοινών διαπιστώσεων;
Πρώτον. Να συσταθεί ανεξάρτητο Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας, με δικό του προϋπολογισμό, το οποίο να έχει τους εξής στόχους:
α. Την εσωτερική ανάπτυξη και παραγωγή οπλικών συστημάτων για την κάλυψη των αμυντικών αναγκών της χώρας, με την εξασφάλιση κεφαλαίων για «έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία» και την υποστήριξη των υποδομών συγκεκριμένων Ελληνικών αμυντικών εταιρειών, για την μελέτη, παραγωγή, ολοκλήρωση και προώθηση στην αγορά ανταγωνιστικών προϊόντων.
β. Την προώθηση των Ελληνικών αμυντικών βιομηχανιών στην παγκόσμια αμυντική αγορά, σε συνεργασία με το Υπουργείο Άμυνας.
γ. Την έρευνα αγοράς και τις τάσεις των αναγκών τόσο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όσο και άλλων χωρών, για τον εξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων τους, που προκύπτουν από την μελέτη των διαπιστώσεων σύγχρονων εμπόλεμων συγκρούσεων.
δ. Την εποπτεία και συντονισμό των κρατικών και ιδιωτικών βιομηχανιών, αμυντικού εξοπλισμού, καθώς και όλο τον προγραμματισμό των προμηθειών των ΕΔ, ασκώντας ουσιαστική Στρατηγική Προμηθειών.
Δεύτερον. Να θεσμοθετηθεί η έννοια των «βιομηχανικών επιστροφών» σε κάθε προμήθεια από το εξωτερικό σε ποσοστό 30%, για την ανάληψη υποκατασκευαστικού έργου από εγχώριες αμυντικές βιομηχανίες.
Τελικός μας στόχος θα πρέπει να είναι η κάλυψη όσο το δυνατόν περισσοτέρων επιχειρησιακών αναγκών, με αξιόπιστο τρόπο, από την ελληνική αμυντική βιομηχανία.
Εξάλλου η αμυντική αυτάρκεια των Ενόπλων Δυνάμεών μας, πέρα των προαναφερθέντων πλεονεκτημάτων, θα επιφέρει σε βάθος χρόνου και σημαντικά οφέλη στην Ελληνική οικονομία και στο εμπορικό ισοζύγιο συναλλαγών, με την αύξηση των αμυντικών εξαγωγών.
Ο Αντιστράτηγος ε.α. Ιωάννης Ιντζές είναι απόφοιτος της Σχολής Εθνικής Άμυνας, κάτοχος ΜΑ στην «Εφαρμοσμένη Στρατηγική και τη Διεθνή Ασφάλεια» και υπεύθυνος Τομέα Εθνικής Άμυνας του Πατριωτικού Δημοκρατικού Κινήματος ΝΙΚΗ.