Για ποια διεύρυνση μιλάμε; Έγκλημα η κατάργηση του βέτο!
Στο ζήτημα της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και την Τουρκία, η θέση της Ελλάδας κατέχει βαρύνουσα σημασία. Αυτό από μόνο του αποτελεί ένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της Ελλάδας, για μια σειρά από προβλήματα, που έχουν δημιουργήσει, και για τις διεκδικήσεις, τις οποίες προβάλλουν αρκετές από τις χώρες αυτές. Δεν είναι ένα απλό χαρτί, που πρέπει να το θυσιάσουμε «ελαφρά τη καρδία», υποτασσόμενοι πλήρως στα προστάγματα των Βρυξελλών και στα όποια ιδιωτικά συμφέροντα υπηρετούν.
Επίσης, δεν αρκεί η βούληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διασφαλίσει την ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία στην Ευρώπη, κάτι που αποτελεί το κεντρικό επιχείρημα των θιασωτών της διεύρυνσης. Σημαντικό είναι οι χώρες αυτές να είναι συμβατές με τις βασικές ιδρυτικές αρχές της Ευρώπης. Εκτός κι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση ρίχνει νερό στο κρασί των ιδρυτικών της αρχών και αλλάζει σιγά σιγά ταυτότητα. Εξαιρουμένων της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, χώρες με τις οποίες και λόγω θρησκεύματος αλλά και λόγω ιστορικών σχέσεων οι Έλληνες αισθάνονται μια εγγύτητα, οι περισσότερες από τις υπόλοιπες προς ένταξη χώρες αποτελούν, για διαφορετικούς λόγους, προβληματικές περιπτώσεις. Αλβανία και Σκόπια θα έπρεπε πρώτα να επιλύσουν όλα τα ζητήματα που θεσμικά οι ηγεσίες τους δημιουργούν εις βάρος της χώρας μας αλλά και των ελληνικών εθνικών μειονοτήτων. Μολδαβία, Γεωργία και Ουκρανία είναι χώρες είτε σε πόλεμο είτε πολιτικά ασταθείς και η ένταξή τους θα όξυνε τις σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία. Ειδικά η Ουκρανία θα χρειαστεί πακτωλό χρημάτων για να ανασυγκροτηθεί, όταν τελειώσει ο πόλεμος, και φυσικά οι χορηγοί αυτών των χρημάτων θα είναι οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι.
Για την Τουρκία, οι αντιρρήσεις μας είναι οριστικές και ανενδοίαστες, διότι δεν συμπίπτει με την Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε αξιακά ούτε και σε επίπεδο κράτους δικαίου και σεβασμού στο διεθνές δίκαιο. Η Τουρκία κατέχει έδαφος κράτους-μέλους. Επιμένει στο λεγόμενο «casus belli», για την περίπτωση που η Ελλάδα εφαρμόσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο η ίδια δεν σέβεται και δεν συνυπογράφει. Με το τουρκολιβυκό μνημόνιο προέβη σε διακρατική συμφωνία με μια μη αναγνωρισμένη κυβέρνηση. Επιπλέον, παραβιάζει διαρκώς τα χωρικά μας ύδατα και τον εναέριο χώρο μας. Κινεί ζητήματα εθνικής τουρκικής μειονότητας στη Θράκη, ενώ κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Κάνει υβριδικό πόλεμο εναντίον της χώρας μας και της υπόλοιπης Ευρωπαϊκής Ένωσης και εργαλειοποιεί για τον σκοπό αυτό τους λαθρομετανάστες. Και δεν είναι μόνον αυτά. Η Τουρκία υπονομεύει τις σχέσεις μας με άλλες προς ένταξη χώρες, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Αλβανίας. Το κυριότερο δε όλων, είναι μια χώρα μουσουλμανική, με υπερπληθυσμό και με ταχεία δημογραφική ανάπτυξη, σε αντίθεση με εμάς. Δεν πρέπει, μάλιστα, να ξεχνάμε ότι η Τουρκία προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική της «Ένωση» με τον Οργανισμό Τουρκογενών Κρατών, υπό τη δική της ηγεμονία. Αυτό το πραγματοποίησε ήδη πριν από έναν χρόνο μέσω του Αζερμπαϊτζάν, το οποίο στήριξε –για να μην πούμε ότι απλώς χρησιμοποίησε– για να καταλάβει εδάφη της Αρμενίας στην περιοχή του Αρτσάχ. Η Τουρκία δεν δείχνει να θέλει να γίνει μια ευρωπαϊκή χώρα, στα πρότυπα που όλοι αντιλαμβανόμαστε. Και δεν πρέπει ποτέ να κάνουμε το λάθος να τη βαπτίζουμε εμείς ως τέτοια. Ας αναλογιστούμε, δε, και πόσους ευρωβουλευτές θα εκλέγει η Τουρκία σε περίπτωση που ενταχθεί στην ΕΕ ως η πολυπληθέστερη χώρα της, ξεπερνώντας και τη Γερμανία.
Η περαιτέρω διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης εγκυμονεί και έναν άλλον κίνδυνο, ο οποίος δεν φαντάζει εκ πρώτης όψεως σχετικός με αυτήν. Μια αύξηση των κρατών-μελών της θα ενίσχυε τις φωνές που προωθούν την κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το δικαίωμα όμως της αρνησικυρίας, το βέτο δηλαδή, αποτελεί τη μοναδική άμυνα των μικρότερων κυρίως κρατών απέναντι σε αποφάσεις που είναι ενάντιες στα εθνικά τους συμφέροντα. Και δεν είναι τυχαίο το ότι οι ίδιοι άνθρωποι που προωθούν τη διεύρυνση, όπως η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είναι και αυτοί που θέλουν να καταργήσουν το βέτο. Το θλιβερότερο δε όλων είναι ότι, εξαιρουμένης της κ. Βόζεμπεργκ, οι ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ενέκριναν με την ψήφο τους το ψήφισμα που ζητούσε την κατάργηση αυτού του δικαιώματος, πειθαρχώντας στη γραμμή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Και έμεινε η Ελλάδα, μια χώρα μικρή, για την οποία το βέτο έχει πολλαπλάσια αξία, να ελπίζει στην προστασία της εθνικής της κυριαρχίας από ηγέτες και πολιτικούς άλλων χωρών… Δεν θα απεμπολήσουμε το σημαντικότερο διαπραγματευτικό μας όπλο, παραχωρώντας υπερεξουσίες στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μετατρέποντας αυτή σε ένα υπερσυγκεντρωτικό καθεστώς, τύπου Σοβιετίας. Και για να μην παρεξηγηθούν τα όσα γράφω, θα τονίσω και πάλι ότι στη ΝΙΚΗ δεν είμαστε ούτε ευρωλάγνοι ούτε ευρωφοβικοί. Πάνω από όλα προτάσσουμε το εθνικό μας συμφέρον και μέσα από αυτό το φίλτρο παρατηρούμε τις εξελίξεις.