Σήκω Εὐαγόρα, σήκω Αὐξεντίου, σήκω Μάτση, νὰ μᾶς πεῖτε ἑλληνικὴ ἱστορία...
Πρὶν ἀπὸ 25 περίπου χρόνια, στὴν Κύπρο, σὲ κάποιο σηµεῖο τῆς «νεκρῆς ζώνης» (Ἐκεῖ ὅπου διχοτοµεῖται τὸ νησὶ στὰ δύο ἐδῶ καὶ σαράντα χρόνια), πέφτει νεκρὸς ἀπὸ σφαίρες ἄνανδρων Τούρκων ἕνα 26χρονο παλληκάρι, ὁ Σολωµὸς Σπύρου Σολωµός. Σκαρφάλωνε ἄοπλος στὸν ἰστό, γιὰ νὰ κατεβάσει τὸ κατοχικὸ σύµβολο τοῦ ψεύδους καὶ τοῦ αἵµατος: τὴν «τουρκοκυπριακὴ σηµαία».
Ἐκεῖ τὸν βρῆκε τὸ βόλι... Καὶ τὸ ἡρωϊκὸ ἑλληνόπουλο – ποὺ εἶχε ἴδιο καὶ τὸ ὄνοµα καὶ τὸ ἐπίθετο µὲ τὸν ποιητὴ ποὺ ἔγραψε τὸν «Ὕµνο στὴν Ἐλευθερία»! – πέρασε ἐλεύθερα στὴν ἀθανασία!
Πῆγαν μετὰ ἀπὸ μέρες στὸν πατέρα τοῦ ἥρωα, γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση, ἐκ μέρους τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων. Ἀρνιόταν πεισματικά, ὄντας φτωχὸς μὰ περήφανος. Πείστηκε, ὅταν τοῦ εἶπαν πὼς δὲν ἔπρεπε νὰ προσβάλει τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, γιατὶ ἤθελαν μόνο νὰ τιμήσουν τὸν ἥρωα γιό τους. Μόλις πῆρε τὴν ἐπιταγή, τὴν κατέθεσε ἀμέσως στὸ Ταμεῖο Ἄμυνας τῆς Κύπρου. Ὅταν τὸν ρώτησαν, γιατί τὸ ἔκανε, ἀπάντησε ὁ λεβεντόγερος. «Τί νόμισαν, ὅτι θὰ ἔτρωγα ἐγὼ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ παιδιοῦ μου; Φαντάζεστε νὰ πήγαιναν στὸν Πιερὴ Αὐξεντίου μὲ μιὰ ἐπιταγὴ καὶ τοῦ΄λέγαν: «Αὐτὰ εἶναι γιὰ τὴ θυσία τοῦ γιοῦ σου»; Θὰ τοὺς σκότωνε!».
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1957, οἱ Ἄγγλοι δολοφόνοι καὶ κατακτητές, καλοῦν τὸν Πιερὴ Αὐξεντίου – τὸν πατέρα τοῦ Γρηγόρη Αὐξεντίου, τοῦ θρυλικοῦ αἠτοῦ τοῦ Μαχαιρᾶ – στὶς Κεντρικὲς Φυλακὲς τῆς Λευκωσίας, γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει τὸν νεκρὸ γιο του. (Στὶς 3 Μαρτίου μιὰ ὁλόκληρη ταξιαρχία πεζικοῦ τῶν Ἄγγλων – 5.000 στρατιῶτες – ἐπὶ 10 ὁλόκληρες ὥρες ἔδωσε μάχη μὲ τὸν 29χρονο ὑπαρχηγὸ τῆς ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αὐξεντίου. Μπροστὰ στὸ ἀλύγιστο θάρρος του, ὅταν οἱ Ἄγγλοι κατάλαβαν ὅτι δὲν μποροῦσαν μὲ ἄλλο τρόπο νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ παραδοθεῖ, τὸν περιέλουσαν μὲβενζίνη καὶ τὸν ἔκαψαν μέσα στὸ κρησφύγετό του!!). Ὁ τραγικὸς πατέρας ἀντικρίζει ἀγέρωχα τὸ ἀπανθρακωμένο λείψανο του μοναχογιοῦ του, καὶ ἀπαγγέλει τοὺς παρακάτω αὐτοσχέδιους στίχους, ποὺ κρύβουν στὶς φυλλωσιές τους ὅλες τὶς ἡρωϊκὲς σελίδες τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας:
"Δὲν κλαίω ποὺ σὲ ἔχασα
Ποὺ σ' εἶχα γιὰ καμάρι
Κλαίω ποὺ δὲν ἔχω ἄλλο γιὸ
τὴ θέση σου νὰ πάρει!"
Ἑξήντα πέντε χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος ἀπὸ τὸν ἐπικὸ ἐκεῖνον ἀγῶνα κατὰ τῆς Ἀγγλοκρατίας στὴν Κύπρο. 1η Ἀπριλίου τοῦ 1955. Δεκάδες ἐκρήξεις συγκλονίζουν τὴ Λευκωσία, σημαίνοντας τὴν ἔναρξη τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τῆς ΕΟΚΑ (Ἐθνικὴ Ὀργάνωση Κυπρίων Ἀγωνιστῶν). Στὴν προκήρυξη, τὴν ὁποία ὑπογράφει ὁ ἀρχηγός της Διγενής (ψευδώνυμο τοῦ γενναίου στρατηγοῦ Γεωργίου Γρίβα, Κυπρίου στὴν καταγωγή), διαβάζουμε: Μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, μὲ πίστιν εἰς τὸν τίμιον ἀγῶνα μας, μὲ τὴν συμπαράσταση ὁλοκλήρου τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῶν Κυπρίων ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΝΑΞΙΝ ΤΟΥ ΑΓΓΛΙΚΟΥ ΖΥΓΟΥ, μὲ σύνθημα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μᾶς κατέλιπαν οἱ πρόγονοί μας ὡς ἱερᾶν παρακαταθήκην. Ἤ ΤΑΝ Ἤ ΕΠΙ ΤΑΣ».
Μιὰ χούφτα ἀπόλεμα παιδιά, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ Κατηχητικὰ Σχολεῖα τῆς Κύπρου, πιάνουν τὰ λιανοντούφεκα καὶ γονατίζουν καὶ ἐξευτελίζουν γιὰ τέσσερα χρόνια τὴν ὑπερφίαλη ΒρετανικὴΑὐτοκρατορία. Σαράντα χιλιάδες στρατὸ παρέταξαν οἱ Ἄγγλοι, φυλακίσεις, ἐξορίες, τρομοκρατία στὸ νησί. Καὶ ὅμως ἔτρεμαν καὶ τὴν σκιά τους!
«Νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἀγῶνας τῆς ΕΟΚΑ εἶναι ὁ ἡρωϊκότερος ἀγῶνας τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας; Μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε. Ὁ ἡρωϊσμός σ' ὅλες τὶς δοξασμένες στιγμὲς τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας εἶναι ἕνας. Καὶ στοὺς ἄλλους λαοὺς ὁ ἡρωϊσμὸς εἶναι ἕνας. Ὅμως ὁ ἡρωϊσμὸς τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ΕΟΚΑ ἔχει εἰδοποιὸ διαφορά, γιατὶ ἀποτελεῖ τὴ συνισταμένη ὅλων τῶν ἡρωϊσμῶν τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Ὁ ἀγῶνας τῆς ΕΟΚΑ εἶναι ὁ ἑλληνικότερος ἀγῶνας τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Σὲ κανένα ἄλλο ἀγῶνα δὲν ἔγινε ἔμπρακτο βίωμα ὅλη ἡ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος. Οἱ ἀγωνιστὲς κατακυρώνουν τὴν ταυτότητά τους, πραγματοποιώντας τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία. Κάνουν ὅ,τι ἔκαναν οἱ Ἕλληνες. Δὲν θέλουν νὰ παρεκκλίνουν οὔτε κατὰ ἰώτα ἕν. Εἶναι Ἕλληνες οἰκουμενικοί. Ὅλα εἶναι δικά τους: τὸ "μολῶν λαβέ", τὸ "ἤ τὰν ἤ ἐπὶ τάς", ὁ Παρθενῶν, ἡ ὀρθόδοξη πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἁγία Σοφία, ὁ δικέφαλος ἀετός, ἡ ἑλληνικὴ σημαῖα, ἡ ἑλληνικὴ δάφνη, ὁ ἐθνικὸς ὕμνος, ὁ ἑλληνικὸς θάνατος». (Μενέλαος Χριστοδούλου, ΕΟΚΑ, ὁ ἑλληνικὸς ἀγῶνας ἐκδ. «Αἰγαῖον», Λευκωσία 2011, σελ. 23-24).
Γρηγόρης Αὐξεντίου, Κυριάκος Μάτσης, Μιχαῆλ Καραολῆς, Μᾶρκος Δράκος, Στέλιος Μαυρομάτης, Ἀνδρέας Ζάκος, Μιχαὴλ Κουτσόφτας, Ἀνδρέας Παναγίδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἥρωες, δικοί μας Ἕλληνες τῆς Κύπρου, ποὺ κοσμοῦν τὸ Συναξάρι τοῦ Γένους.
Ὁ Μάτσης, τοῦ ὁποίου προτομὴ βρίσκεται μπροστὰ ἀπὸ τὴν Γεωπονικὴ Σχολὴ τοῦ ΑΠΘ, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε φοιτητής, ὅταν ὁ περιβόητος ἐκεῖνος στρατάρχης τῶν Ἄγγλων καὶ κυβερνήτης τῆς Κύπρου, ὁ Χάρντιγκ, τοῦ πρόσφερε ἕνα ἀμύθητο ποσὸ γιὰ νὰ προδώσει τὸν Διγενή, ἀπάντησε: «Οὖ περὶ χρημάτων τὸν ἀγῶνα ποιούμεθα, ἀλλὰ περὶ ἀρετῆς!». Ἔπεσε μαχόμενος στὶς 19 Νοεμβρίου 1958, στὸ κρησφύγετό του, στὸ Δίκωμο.
Ὁ 22χρονος Ἰάκωβος Πατάτσος, «ὁ Ἅγιος τοῦ ΚυπριακοῦἈγῶνα», γράφει γράμμα στὶς 8-8-1956 στὴ μάνα του λίγο πρὶν ὁδηγηθεῖ στὴν ἀγχόνη ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους. Ἐπιστολὴ ποὺ μοσχοβολᾶ φιλοπατρία καὶ πίστη ἀκράδαντη στὸν Χριστό. Ὅπως οἱ ἥρωες τοῦ '21, ἔτσι καὶ τῆς ΕΟΚΑ ἀγωνίζονταν «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία».
«Ἀγαπημένη μου μητέρα, Χαῖρε! Εὑρίσκομαι μεταξὺ ἀγγέλων. Τώρα ἀπολαμβάνω τοὺς κόπους μου. Τὸ πνεῦμά μου φτερουγίζει γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Κυρίου. Θέλω νὰ χαίρης ὅπως κι ἐγώ. Ἄν κλαίης θὰ λυποῦμαι.
Τ' ὄνομά σου θὰ γραφῆ στὴν ἱστορία, γιατὶ ἐδέχθῃς νὰ θυσιασθῆ τὸ παιδί σου γιὰ τὴν Πατρίδα. Εἶναι καιρὸς τώρα νὰ καμαρώσῃς τὸ παιδί σου. Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλὰ ὅπου ψάλλουν οἱ ἄγγελοι.
Χαῖρε, ἀγαπημένη μου μητέρα. Μὴ κλαίῃς, γιὰ ν' ἀκούσῃς τὴν ἀγγελικὴ φωνή μου, ποὺ ψάλλει Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαῶθ. Ψάλλε καὶ σὺ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τὸν Θεὸν σ' ὅλη σου τὴν ζωήν» (Σπύρου Παπαγεωργίου, Διὰ χειρὸς ἡρώων, ἐκδ. Κ. Ἐπιφανίου», Λευκωσία 1968, σελ. 213).
Τὸν Ἀνδρέα Παναγίδη, 23 χρονῶν, πατέρα τριῶν παιδιῶν, τὸν κρέμασαν οἱ Ἄγγλοι στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1956. Γράφει στὸ τελευταῖο γράμμα του πρὸς τὰ παιδιά του: «Σᾶς εὔχομαι, ἀγαπημένα μου παιδιά, νὰ γίνετε καλοὶ Χριστιανοὶ καὶ καλοὶ Ἕλληνες Κύπριοι. Ἀκολουθήστε πάντα τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς». Τὴν προηγούμενη τῆς ἐκτέλεσής του γράφει: «Τώρα ποὺ ξέρω ὅτι σὲ μιὰ μέρα θ' ἀντικρύσω τὴν ἀγχόνη, ἔχω διπλάσιο θαῤῥος ἀπὸ πρίν. Ὁ Χριστὸς εἶναι πάντα συντροφιὰ στὰ κελιά μας. Ὁ Χριστὸς μᾶς γεμίζει τὴν καρδιὰ μὲ ἀληθινὴ χαρά. Παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς σώσει ὄχι τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχή». (Διὰ χειρὸς ἡρώων, σελ. 220-221).
Ὅσοι θέλουν νὰ μάθουν τί εἶναι ἡρωϊσμός, ἀγάπη ἀληθινὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ πίστη «Ἄχρι θανάτου» πρὸς τὸν Χριστό, ἄς διαβάσουν τὶς ἐπιστολὲς τῶν 13 ἡρωομαρτύρων ποὺ εἶναι θαμμένοι στὴν καρδιὰ τῆς Κύπρου, στὰ «Φυλακισμένα Μνήματα». Ἦταν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀγῶνα ἕνα μικρὸ κοιμητήριο στὶς Κεντρικὲς Φυλακὲς τῆς Λευκωσίας, ὅπου ἔθαβαν τὰ ἀπαγχονισμένα παλληκάρια καὶ τὶς ἡγετικὲς μορφὲς τῆς Ἐθνικῆς Ὀργάνωσης Κυπρίων Ἀγωνιστῶν ποὺ σκοτώνονταν σὲ μάχες. Ἐκεῖ οἱ Ἄγγλοι κατακτητὲς βασάνιζαν ἀπάνθρωπα, μὲ τὴν βοήθεια Τούρκων δημίων, τοὺς «τρομοκράτες τῆς ΕΟΚΑ» – ὅπως ἀκόμη μέχρι σήμερα τοὺς ἀποκαλοῦν, οἱ ἀμετανόητοι ἀποικιοκράτες.
Διαβάζω:
«Στὸ κελὶ ὁ κρατούμενος, ποὺ τὸν πηγαινοέφερναν στὸν θάλαμο βασανιστηρίων, παρακαλοῦσε τοὺς συντρόφους του νὰ τὸν σκοτώσουν. "Δὲν θὰ ἀντέξω ἄλλο στὰ βασανιστήρια καὶ θὰ προδώσω", τοὺς ἔλεγε.
Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: "Θὰ σὲ πάρουν ἀκόμη μία φορὰ καὶ τώρα θὰ εἶναι τὰ μεγάλα βασανιστήρια. Ἄν ἀντέξῃς, θὰ εἶσαι ἥρωας, ἄν λυγίσῃς, θὰ εἶσαι προδότης. Οἱ Ἕλληνες βασανίζονταν ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ ἄντεχαν. Πήγαινε καὶ θὰ προσευχόμαστε γιὰ σένα". Ὅταν ἔπειτα ἀπὸ ὥρα τὸν ἔφεραν πίσω καὶ τὸν πέταξαν στὸ κελί, ξεδοντιασμένο, ξενυχιασμένο, τσουρουφλισμένο, σήκωσε τὸ κεφάλι καὶ τραύλισε: Εἶμαι ἥρωας, εἶμαι ἥρωας!» (ΕΟΚΑ, Ὁ ἑλληνικὸς ἀγῶνας, σελ 35).
Ἐκεῖ, στὰ «Φυλακισμένα Μνήματα», εἶναι θαμμένος ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε ὡς ἔφεδρος ἀξιωματικὸς τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καὶ στὸ χωριὸ Ἀκρίτας τοῦ Κιλκίς γύρω στὸ 1952. Προσπάθησε νὰ μπεῖ στὴ σχολὴ Εὐελπίδων, ἀλλὰ ἀπορρίφθηκε λόγῳ... ὀρθογραφίας! Δὲν γνώριζε τὴν καθαρεύουσα γλῶσσα. Ἤξερε ἄλλη γλῶσσα... Δὲν φωτίζει μὲ τὸν λόγο του, ἀλλὰ μὲ τὸ κορμί του. Δὲν λέει λόγια ἐμπρηστικά, γίνεται ὁ ἴδιος λαμπάδα. «Βγὲς ἔξω, παραδώσου νὰ σωθεῖς», τοῦ φώναζαν 5000 Άγγλοι ἔξω ἀπὸ τὸ κρησφύγετό του κοντὰ στὴ Μονή Μαχαιρᾶ. «Μολῶν λαβέ» ἀποκρινόταν. Τὸν ἔκαψαν καὶ ἔγινε ὁλοκαύτωμα. Καὶ πῆρε ὁ ἀντρειωμένος τὸ δρόμο πρὸς τὴ λευτεριά.
"Θὰ πάρω μιὰν ἀνηφοριὰ
Θὰ πάρω σκαλοπάτια,
νὰ βρῶ τὰ μονοπάτια
ποὺ πᾶν΄ στὴ λευτεριά".
Εἶναι στίχοι τοῦΕὐαγόρα Παλληκαρίδη, τοῦ 19χρονου μαθητὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Γυμνασίου τῆς Πάφου, τὸν ὁποῖο κρέμασαν οἱ Ἄγγλοι στὶς 14 Μαρτίου τοῦ 1957. Στὸ ἄκουσμα τοῦ θανάτου, τῆς δολοφονίας τοῦ Εὐαγόρα Παλληκαρίδη, ὁ σπουδαῖος Δωδεκανήσιος λογοτέχνης Φώτης Βαρέλης, ἔγραψε ἕνα ἐξαίσιο ποίημα, τὸ ὁποίο ὁ ραδιοσταθμὸς τῆς Λευκωσίας τὸ μετέδωσε τότε ὡς δημοτικὸ κυπριακὸ τραγούδι. Τὸ παραθέτω, ἀλλὰ πρῶτα νὰ σημειώσω τὴν ἀπάντηση τῆς μάνας του, ὅταν πῆγαν οἱ Ἄγγλοι νὰ τὴ δελεάσουν μ' ἕνα τεράστιο ποσό, γιὰ νὰ πιέσει τὸ γιό της νὰ προδώσει. Ἀπάντησε ἀγέρωχα ἡ Ρωμιά, Ἑλληνίδα μάνα:
«Ἐγὼ δὲν ἐγέννησα παιδὶ νὰ τὸ λαλοῦν προδότη
χαλάλι τῆς πατρίδας μου τὸ αἷμα τοῦ παιδιού μου».
Καὶ δὲν γέννησε τέτοιο παιδί, γέννησε ἥρωα.... Καὶ τοῦ ἔγραψαν καὶ τραγούδι.
"Ἐψὲς πουρνὸ μεσάνυχτα στῆς φυλακῆς τὴ μάντρα
Μὲσ΄ στῆς κρεμάλας τὴ θελιὰ σπαρτάραγε ὁ Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δἐν τ' ἄκουσε κανένας.
Ἡ μάνα του ἦταν μακριά, ὁ κύρης του δεμένος,
Οἱ νιοὶ συμμαθητάδες του μαῦρο ὄνειρο δὲν εἶδαν,
Ἡ νιὰ ποὺ τὸν ὀρμήνευε δὲν εἶχε νυχτοπούλι.
Ἐψὲς πουρνὸ μεσάνυχτα θάψαν τὸν Εὐαγόρα
Σήμερα Σάββατο ταχιὰ ὅλη ἡ ζωὴ σὰν πρώτα.
Ἐτοῦτος πάει στὸ μαγαζί, ἐκεῖνος πάει στὸν κάμπο,
Ψηλώνει ὁ χτίστης ἐκκλησία, πανὶ ἀπλῶνει ὁ ναύτης,
Καὶ στὸ σκολειὸν ὁ μαθητὴς συλλογισμένος πάει.
Χτυπᾶ κουδούνι, μπαίνουνε στὴν τάξη του ὁ καθένας.
Μπαίνει κι ἡ Πρώτη ἡ ἄταχτη καὶ ἡ Τρίτη ποὺ διαβάζει,
Μπαίνει κι ἡ Πέμπτη ἀμίλητη, ἡ τάξη τοῦ Εὐαγόρα.
– Παρόντες ὅλοι;
– Κύριε, ὁ Εὐαγόρας λείπει.
– Παρόντες, λέει ὁ δάσκαλος, καὶ μὲ φωνὴ ποὺ τρέμει:
– Σήκω, Εὐαγόρα, νὰ μᾶς πεῖς ἑλληνικὴἱστορία.
– Ὁ δίπλα, ὁ πίσω, ὁ μπροστά, βουβοὶ καὶ δακρυσμένοι,
ἀναρωτιοῦνται στὴν ἀρχή, ὥσπου ὴ σιωπὴ τοὺς κάμνει
νὰ πέσουν μ' ἀναφιλητὰ ἐτοῦτοι κι ὅλη ἡ τάξη.
– Παλληκαρίδη, ἄριστα, Βαγόρα, πάντα πρῶτος,
Στοὺς πρώτους πρῶτος, ἄγγελε πατρίδας δοξασμένης,
Σὺ μέχρι χθὲς τῆς μάνας σου ἐλπίδα κι ἀποκούμπι,
Καὶ τοῦ σχολειοῦ μας σήμερα, Δευτέρα Παρουσία.
Τά 'πε κι ἁπλώθηκε σιωπή πα στὰ κλαμμένα νιάτα,
Ποὺ μπρούμυτα γεμίζανε τῆς τάξης τὰ θρανία,
Ἔξω ἀπ' ἐκεῖνο τ' ἀδειανό, παντοτινά γεμᾶτο".
Αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα περιεχόταν στὸ παλιό – πρὸ τοῦ 2006 – βιβλίο Γλῶσσας τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, στὸ γ΄ τεῦχος. Δὲν ἄρεσε στὰ κνώδαλα τοῦ πολυπολιτισμοῦ, στοὺς προσκυνημένους νενέκους τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου, τὸ ἔκριναν προφανῶς ὡς ἐθνικιστικό! Γιὰ ἥρωες θὰ μιλᾶμε τώρα; Αὐτὰ εἶναι παρωχημένα, στερεότυπα. Αἵματα, κόκκαλα καὶ θάνατοι γιὰ τὴν Πατρίδα, τρομάζουν τὰ παιδιά – ἔτσι μοῦ εἶπε κάποιος ἀνεπρόκοπος σχολικὸς σύμβουλος κάποτε, ὅταν ἀντίκρισε τὰ καμιὰ 15αριὰ κάδρα ἡρώων ποὺ ἔχω ἀναρτημένα πάντοτε στὴν τάξη μου! Ἐνῶ οἱ «συνταγὲς μαγειρικῆς» τὰ γαληνεύουν. Καὶ καταντήσαμε νὰ διδάσκουμε στὴν Στ' Δημοτικοῦ τὸν ἡρωσμὸ μέσῳ ἑνὸς κειμένου μὲ τίτλο «ἡ ... Σόνια ἡ γάτα»! Ἄχ, δυστυχισμένη πατρίδα! «Τὴν Ἑλλάδα θέλομεν κι ἄς τρώγωμεν πέτρες», ἔγραφε κάποτε στοὺς τοίχους τῶν σπιτιῶν ἡ ἀδάμαστη ἐκείνη γενιὰ τῶν Ἑλλήνων τῆς Κύπρου. Σήμερα «τρώγωμεν» τὴν Ἑλλάδα... «δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα» (Κ. Βάρναλης), παρακολουθοῦμε τὸν ἐξισλαμισμό της!
Ἀκυρώθηκε πιὰ ἡ Ἐπανάσταση τοῦ '21!! Νὰ πᾶμε ὅλοι μας στοὺς τάφους τῶν ἡρώων μας, νὰ κλάψουμε πικρὰ καὶ νὰ βροντοφωνάξουμε: «Σήκω Εὐαγόρα, σήκω Γρηγόρη, σήκω Παύλε Μελᾶ, σήκω Μᾶρκο Μπότσαρη καὶ Κωνσταντῖνε Κανάρη καὶ Νικηφόρε Φωκᾶ καὶ Λεωνίδα νὰ μᾶς πεῖτε ἑλληνικὴ ἱστορία...
Δημήτρης Νατσιός, Δάσκαλος – Κιλκίς, Πρόεδρος τῆς ΝΙΚΗΣ