Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας
Του Δημητρίου Γ. Μεταλληνού, υποψηφίου Ευρωβουλευτή της ΝΙΚΗΣ
Στις μέρες μας, οι σχέσεις της Πολιτείας με την Εκκλησία επικεντρώθηκαν σε ένα αίτημα, που υποστηρίχθηκε έντονα όχι μόνο από πολιτικούς κύκλους, αλλά και από εκκλησιαστικούς. Είναι το αίτημα του «διαχωρισμού» των δύο αυτών μεγεθών, ανεξάρτητα από το πως τον αντιλαμβάνεται κάθε μία από τις δύο αυτές πλευρές.
Εν συντομία οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ορισμένα ιστορικά δεδομένα, που αποτελούν το απαραίτητο προϋποθεσιακό πλαίσιο (Vorverständnis), προσέγγισης και θεώρησης του εν λόγω ζητήματος.
- Η «Ορθόδοξη Εκκλησία» αποτελεί τον αρχαιότερο εν ενεργεία Θεσμό, με αδιάλειπτη παρουσία και λειτουργία από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου (330), ενώ ως Οργανισμός είναι ακόμη αρχαιότερος (Πεντηκοστή).
- Η «Εκκλησία» προϋπήρξε του Ελληνικού Κράτους. Αποτέλεσε τον δεύτερο στην τάξη θεσμό της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας/«Βυζαντίου», κινούμενη στα όρια της «συναλληλίας» με τον θεσμό της Βασιλείας/Πολιτείας, υποκαθιστώντας την ως «Εθναρχία» κατά τη μακραίωνη περίοδο της δουλείας (400 έτη στην κυρίως Ελλάδα και τουλάχιστον 500 έτη στα Ιόνια Νησιά και τις «Νέες Χώρες»). Στις Κοινότητες των υπόδουλων Ρωμηών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διασώθηκε η συναλληλία των δύο διακονιών, πολιτικής και πνευματικής, ως ενιαίας εκκλησιαστικής διακονίας και η διάκρισή τους (ιερέας – προεστός/δημογέροντας), ως και η συνεργασία τους υπέρ του κοινού ποιμνίου-λαού.
- Η Εκκλησία υπήρξε ιστορικά η κιβωτός μέσα στην οποία διαμορφώθηκε και διασώθηκε το γένος/έθνος των Ελλήνων, με αποτέλεσμα όταν δημιουργήθηκαν κατά τον 19ο αι. στην Ευρώπη τα «Έθνη Κράτη», η Εκκλησία να είναι ο φορέας που παρέδωσε ζωντανό το Ελληνικό Έθνος, προκειμένου το τελευταίο να μπορέσει να δημιουργήσει Ελληνικό Κράτος. (Επειδή είναι περιορισμένος ο χρόνος, αναφέρω απλά μεταξύ των δεκάδων τεκμηριώσεων ως προς το ζήτημα αυτό τα προεπαναστατικά και τα επαναστατικά κείμενα, ιδιαίτερα όμως τα πρακτικά των Εθνοσυνελεύσεων της Επαναστατικής περιόδου και τα Συνταγματικά Κείμενα της περιόδου).
- Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Εκκλησίας κατά την πολύχρονη Επαναστατική περίοδο (1821-1828), αλλά και πριν απ’ αυτήν (Κοινότητες, Διασπορά, Φιλική Εταιρεία, Φιλόμουσο Εταιρεία κ.ά.), θεμελιώνεται στα πρόσωπα των 6.000 περίπου κληρικών που θυσιάσθηκαν στον Αγώνα, κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ (σύμφωνα με τις πηγές έλαβαν επίσης ενεργό μέρος στον Αγώνα 73 αρχιερείς, 42 από τους οποίους θυσιάσθηκαν, όπως και οι δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες της περιόδου Γρηγόριος Ε' και Κύριλλος ΣΤ'). Αποτελεί, όμως, επιστημονικά μεθοδολογικό λάθος η ταύτιση της «Εκκλησίας» μόνο με τον κλήρο (το ράσο), αφού και όλοι οι πρωτεργάτες του Απελευθερωτικού Αγώνα αποτελούσαν μέλη της Εκκλησίας, που αναγνωρίζουν το κεντρικό της πρόσωπο πριν, κατά και μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους. Το γεγονός, άλλωστε, της επίκλησης του Τριαδικού Θεού στην κεφαλίδα των πρώτων και κατ’ επέκταση όλων των Συνταγμάτων της Ελλάδος, καθώς και η ρητή αναφορά και αναγνώριση της Εκκλησίας ως «επικρατούσας», τεκμηριώνει με τον καλύτερο τρόπο τη θεώρηση της Εκκλησίας από τους δημιουργούς του Ελληνικού Κράτους.
- Ο Ιωάννης Καποδίστριας, δίνοντας ως πιστός Ορθόδοξος την κανονική της θέση στην Ορθοδοξία ως πίστεως του Έθνους, επιχείρησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του Έθνους με το Εθναρχικό του Κέντρο (Οικουμενικό Πατριαρχείο) και ήταν αυτό, κυρίως, που οδήγησε στη δολοφονία του, αφού η παρουσία του ενοχλούσε τις «Μ. Δυνάμεις».
- Το ψευδοδίλλημα για την ελληνική ιστορική πραγματικότητα, του χωρισμού της «Εκκλησίας» από την «Πολιτεία» είναι εισαγόμενο (όπως και τόσες άλλες παθογένειες της νεοελληνικής κοινωνίας) και συγκεκριμένα «μετακενώθηκε» από τον Βαυαρό Αντιβασιλέα Maurer (1833). Επιδιώχθηκε, μάλιστα, «βίαιη» αυτονόμηση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (Αυτοκέφαλο) και διάρρηξη κάθε συνάφειας με το Εθναρχικό Κέντρο για την καθολική χειραγώγηση της Εκκλησίας. Στο πλαίσιο αυτό ανεστάλη η λειτουργία πεντακοσίων περίπου μοναστηριών, ενώ εξαπολύθηκε διωγμός του εκκλησιαστικού σώματος. Η εξέλιξη των αντιεκκλησαστικών αυτών πρακτικών τεκμηριώνει την άποψη ότι η Εκκλησία μπορεί να επιβιώσει και χωρίς το Κράτος, όπως αποδεικνύει και η μακραίωνη πορεία της ιδιαίτερα στα δύσκολα χρόνια της απουσίας Κρατικής Οντότητας, ενώ το ίδιο δεν ισχύει για το Κράτος! Από την περίοδο των Βαυαρών το Ελληνικό κράτος αντιγράφει ορισμένα δυτικά πρότυπα, μαθαίνοντας να βλέπει και την Εκκλησία σύμφωνα με τα δεδομένα στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, όπου με την επικράτηση της φραγκικής φεουδαρχίας, διαμορφώθηκε η συνείδηση ότι η «Εκκλησία» ως Παπισμός είναι φορέας κοσμικής εξουσίας, που ανταγωνίζεται την Πολιτεία. Για τον λόγο αυτό αναπτύχθηκε η προσπάθεια εξεύρεσης τρόπου ρύθμισης των σχέσεων «Πολιτείας-Εκκλησίας» με ειδικές νομικές συμφωνίες (κονκορδάτα), για να περιορίζεται ή αποφεύγεται η σύγκρουσή τους, μ’ όλες τις καταστρεπτικές για τους λαούς της Δύσεως συνέπειες. Και αυτή η πραγματικότητα συνετέλεσε στη γέννηση του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και οδήγησε στη Γαλλική Επανάσταση (1789). Αντίθετα, στην Ορθόδοξη Ανατολή υπήρξε άγνωστη μια παρόμοια σύγκρουση ανάμεσα στην Εκκλησιαστική και Πολιτειακή Διακονία, θεσμικού δηλαδή χαρακτήρα, διότι διασώζεται η συνείδηση του διακονικού χαρακτήρα (κυρίως) της Ιερωσύνης, που δεν υπάρχει «κίνδυνος» να μεταβληθεί ποτέ σε «κράτος εν κράτει» (βλ. Βατικανό) και να διεκδικήσει πολιτειακές δικαιοδοσίες. Η περίπτωση της Αντιβασιλείας του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού (1944-46), όπως και η περίπτωση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Κύπρο (1960) εντάσσονται στην εθναρχική αποστολή της Εκκλησίας.
- Η Εκκλησία διατηρεί ακόμη και στις ημέρες μας τον Εθναρχικό της ρόλο στις αλύτρωτες πατρίδες, στον Ελληνισμό της Διασποράς και στην Ορθόδοξη Ιεραποστολή. Στο πλαίσιο αυτό η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα παγκοσμίως, παρ’ όλο που απαρτίζεται από μέλη που στην συντριπτική τους πλειονοψηφία δεν είναι πολίτες του Ελληνικού Κράτους, χάρη στην Εθναρχική διάσταση της Εκκλησίας, τρέφουν οι μη Έλληνες Πολίτες και μέλη της Ορθοδόξου Κοινότητας της Διασποράς σεβασμό και αγάπη προς την Ελληνική Πολιτεία και τα εθνικά της σύμβολα (Σημαία, Ύμνος, Πολιτικές Αρχές κ.ά.).
Έχοντας υπόψη όλο το αναφερόμενο προϋποθεσιακό πλαίσιο θεώρησης και προσέγγισης του ζητήματος, διαπιστώνουμε ότι το αίτημα του διαχωρισμού της «Εκκλησίας» από την «Πολιτεία» είναι λίαν ευαίσθητο και επικίνδυνο για τα θεμέλια του «Ελληνικού Έθνους Κράτους». Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι η στενή σχέση «Πολιτείας–Επικρατούσας Θρησκείας» δεν αποτελεί μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπου συνεργάζονται μεταξύ τους πολλά κράτη, δεν κάνουμε λόγο για διαχωρισμό των κρατών, αλλά για μεταξύ τους σχέσεις. Παντού στον κόσμο δεν ομιλούν περί διαχωρισμού των κοινωνιών, αλλά για πλέγμα σχέσεων. Εξάλλου η ιδέα του «διαχωρισμού» Πολιτείας – Εκκλησίας, δηλ. η διακοπή κάθε συνταγματικά κατοχυρωμένης συνεργασίας μεταξύ των δυο αυτών θεσμών, είναι καθαρά εισαγόμενη από την αντιθρησκευτική Ευρώπη και όχι τη χριστιανική Ευρώπη δημιουργό του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού και των Ευρωπαϊκών Αξιών. Στον χώρο της πρώτης επινοήθηκε άλλωστε η έννοια του «άθρησκου» κράτους. Τόσο η Ευρώπη, όσο και οι Η.Π.Α., λόγω της θρησκευτικής τους πολυχρωμίας, ακολούθησαν την πρακτική της «α-θρησκείας», για την αποφυγή συγκρούσεων και κοινωνικής αρρυθμίας στο Κράτος. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, όσον αφορά στην «ελεύθερη» Δύση, ο «χωρισμός» Πολιτείας και Θρησκείας δεν λειτουργεί, όπως επιδιώκεται να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα από κάποιους δήθεν «Ευρωπαϊστές». Έτσι ο «διαχωρισμός» είναι άγνωστος στην Κύπρο, στη Μ. Βρετανία (ο Αρχηγός του Κράτους είναι ταυτόχρονα και Αρχηγός της Επικρατούσας Αγγλικανικής Εκκλησίας), στην τριγλωσσική Ελβετία, στις προοδευτικές σκανδιναβικές χώρες και το σημαντικότερο στο κράτος του Ισραήλ. Επίκληση του Θεού στο Σύνταγμα και τη δικαιοσύνη υπάρχει εκτός από τις αναφερόμενες χώρες και στη Γερμανία, την κατά τα άλλα «άθρησκη» Γαλλία και την Ιρλανδία. Το Σύνταγμα, μάλιστα, της τελευταίας έχει την ακόλουθη «κεφαλίδα»:
«Στο όνομα της Αγίας Τριάδος, από την οποία πηγάζει κάθε εξουσία και στην οποία, ως έσχατο τέλος όλων μας, πρέπει να αναφέρεται κάθε πράξη ανθρώπων και κρατών. Εμείς, ο λαός της Ιρλανδίας, αναγνωρίζοντας ταπεινόφρονα όλες μας τις υποχρεώσεις στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος συμπαραστάθηκε στους πατέρες μας στις δοκιμασίες αιώνων … υιοθετούμε… το ακόλουθο Σύνταγμα».
Προβλέπεται, επίσης, θρησκευτικός όρκος στις παρακάτω χώρες: Σκανδιναβικές, Ολλανδία, Ιρλανδία, Γερμανία, Αυστρία. Στην πανίσχυρη και ηγέτιδα Ευρωπαϊκή Δύναμη Γερμανία δεν υπάρχει διάταξη για διαχωρισμό και γι’ αυτό οι επίσημες Εκκλησίες (Ρωμαιοκαθολική και Ευαγγελική) εισπράττουν «εκκλησιαστική φορολογία» (Kirchensteuer). Επίσης, στις αναφερόμενες χώρες και ιδιαίτερα στη Γερμανία λειτουργούν κρατικές Θεολογικές Σχολές, το μάθημα των Θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό, στις δημόσιες υπηρεσίες υπάρχουν θρησκευτικά σύμβολα (Σταυρός ή Εσταυρωμένος), λειτουργεί θρησκευτική υπηρεσία Στρατού και Φυλακών, οι χριστιανικές Εκκλησίες έχουν θέση στην Κρατική Διοίκηση, στο στράτευμα, στην κρατική τηλεόραση, ενώ γίνεται ρητή αναφορά του Θεού στο Σύνταγμα. Στην Ιταλία, ως το 1984 υπήρχε «κρατική» θρησκεία. Με το νέο κονκορδάτο αναγνωρίζεται η αξία της θρησκευτικής εκπαίδευσης, και ο «Καθολικισμός» ως θεμέλιο της ιστορικής κληρονομιάς της χώρας. Τέλος, ως προς τις Η.Π.Α., η ύπαρξη «διαχωρισμού» είναι φενάκη. Στο άρθρο 7 του Αμερικανικού Συντάγματος αναφέρεται η φράση: «of our Lord» (εννοείται Ιησούς Χριστός), ενώ το Κράτος και οι Χριστιανικές Εκκλησίες χαρακτηρίζονται «aliens» (σύμμαχοι). Κατηγορηματικός χωρισμός δεν υπάρχει, αλλά αποφεύγεται στην πράξη η εύνοια σε κάποιο Θρήσκευμα για την αποφυγή άκαιρων αντιδράσεων. Άρα, η Ελλάδα θα πρωτοτυπήσει εάν, συνταγματικά μάλιστα, θεσπίσει πλήρη (και επαχθή για την «επικρατούσα» πίστη της) διαχωρισμό. Θα είναι κλασικό παράδειγμα αυθαιρεσίας. Ιστορικοί λαοί, όπως το Ισραήλ, που θέλουν να επιβιώσουν ιστορικά, όχι μόνο δεν έχουν διαχωρισμό (κυρίαρχης) πίστης και Πολιτείας, αλλά αντίθετα θρησκευτικό χαρακτήρα έχουν ακόμη και τα πολιτικά κόμματα της χώρας!
Στο πλαίσιο αυτό καταθέτουμε κάποιες επισημάνσεις-προτάσεις:
- Το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδος, στο άρθρο 3, καθορίζει τη διακριτότητα των ρόλων μεταξύ πολιτικής και εκκλησιαστικής διοίκησης. Δεν διαφαίνεται πουθενά στο κείμενο ταύτιση σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, αντίθετα διαπιστώνεται η διακριτότητα των ρόλων τους. Συγκεκριμένα θα πρέπει τα νομοσχέδια που θα ψηφίζονται από τη Βουλή να σέβονται τα άρθρα 3 και 13 του Συντάγματος και να διατηρούν την Εκκλησία ελεύθερη από πολιτικές και κρατικές παρεμβάσεις, ως προς το δόγμα, τη λατρεία και την εσωτερική της διοίκηση. Ζητούμενο αποτελεί η διοικητική αυτοδυναμία του εκκλησιαστικού χώρου (πραγματικό δηλ. Αυτοκέφαλο και όχι Πολιτειοκρατία).
- Η Πολιτεία οφείλει να σέβεται τις επιθυμίες της πλειονοψηφίας των πολιτών της μεταξύ άλλων για θέματα παιδείας, οικογένειας, έκφρασης της θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως και τα ανθρώπινα δικαιώματα της μειοψηφίας. Ας θυμηθούμε την επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας στην Ιταλία σε θέματα βιοηθικής. Πάντως αν η Εκκλησία αποδεσμευθεί εντελώς από την Πολιτεία, θα είναι πιο δυνατή και θα την υπολογίζουν όλοι, όπως συμβαίνει με την Εκκλησία της Κύπρου, που είναι ανεξάρτητη από το Κράτος και διαθέτει μεγάλη κοινωνική επιρροή ασχολούμενη κυρίως με τα μείζονα εθνικά ζητήματα. «Ορθά εἰδήµονες δέν κάνουν πλέον λόγο γιά «χωρισµό Ἐκκλησίας- Πολιτείας», ἀλλά γιά «ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων µεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», τό καλύτερο δε εἶναι νά ὀνοµάζεται «ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων µεταξύ ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοίκησης».
- Διατήρηση της Ορθόδοξης Θρησκευτικής Παιδείας σ’ όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, παράλληλα με τη διδασκαλία και όλων των (εκπροσωπούμενων στη χώρα μας) Θρησκευμάτων, αλλά και την ανανέωση των μεθόδων προσφοράς του μαθήματος των «Θρησκευτικών».
- Διατήρηση της «Κεφαλίδος» του Συντάγματος (επίκληση της Αγίας Τριάδος) και του άρθρου 3, όπου ο λόγος για την «επικρατούσα θρησκεία». Η ιστορική έρευνα αποδεικνύει ότι η εμμονή στην αναθεώρηση των άρθρων 3 και 13 του Συντάγματος, εξυπηρετεί κέντρα που λειτουργούν ενάντια στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και στην Ελληνική Πολιτεία. Προτείνεται, λοιπόν, να παραμείνει το άρθρο 13 του Συντάγματος, που εξασφαλίζει την προστασία και ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης όλων των Ελλήνων πολιτών, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, αλλά απαγορεύει ταυτόχρονα τον προσηλυτισμό, που γίνεται συνήθως εις βάρος της «επικρατούσης θρησκείας». Ευνόητο είναι ότι η δημόσια προβολή της τελευταίας δεν συνιστά προσηλυτισμό.
- Κατά τη δεκαετία που διανύουμε κυρίαρχο είναι το θέμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, όπου η Εκκλησία αποτελεί τον σημαντικότερο θεσμό (υπο)στήριξης του δυσχερούς τομέα της Κοινωνικής Πρόνοιας. Η Πολιτεία έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη την Εκκλησία, για την αντιμετώπιση των συνεχώς αυξανόμενων κοινωνικών ζητημάτων. Στις επίσημες έρευνες ο ελληνικός λαός τρέφει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και συμπάθεια προς τον Εκκλησιαστικό χώρο, απ’ ότι στις Κρατικές Υπηρεσίες και τον πολιτικό κόσμο. Ως εκ τούτου, αποτελεί πολυτέλεια ή ορθότερα αντεθνική ενέργεια η όποια μεταρρύθμιση εις βάρος της Εκκλησίας, γιατί αποκλειστικό θύμα θα αναδειχθεί ο δοκιμαζόμενος ελληνικός λαός. Ο λαϊκισμός που ενδύεται με ανέρειστο ιδεολογικό υπόβαθρο και εκφράζεται συνήθως σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα, όπως η σχέση «Πολιτείας - Εκκλησίας», οφείλουν οι ταγοί του Έθνους (θεσμικοί παράγοντες) να τον περιορίσουν στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επιτακτικό αίτημα η ανάδειξη ενός νέου modus vivendi, όπου οι δύο πυλώνες του Ελληνικού Έθνους (Πολιτεία και Εκκλησία) θα ορίσουν το πλαίσιο συνεργασίας τους στο πνεύμα της «συναλληλίας», προς όφελος πρωτίστως του ελληνικού λαού, υπέρ του οποίου και μόνο υφίσταται και εφαρμόζεται ο ανώτατος Καταστατικός Χάρτης της Χώρας, το Σύνταγμα.