Για την 25η Μαρτίου: Τα δάκρυα της Ελευθερίας
Του Δημητρίου Νατσιού, Προέδρου της ΝΙΚΗΣ
«Στὸν τόπο ποὺ κρεμοῦσαν οἱ καπεταναῖοι τ’ ἅρματα, κρεμοῦν οἱ γύφτοι τα νταούλια». Αυτή η παροιμία μου έρχεται στο νου, όταν γιορτάζουμε το «ἄφραστον θαῦμα» της Επανάστασης του ’21. Σκαλίζω στο χαρτί τα ονόματα των ηρώων που μας νεκρανάστησαν και ντρέπομαι για την σημερινή κατάντια μας.
Τότε ξεσηκώθηκε το Γένος, λέξη που μοσχοβολά, θυμίζει εκείνο τον νεκρώσιμο ψαλμό της Αυτοκρατορίας μας «σώπασε κυρὰ Δέσποινα καὶ μὴν πολυδακρύζεις/ πάλε μὲ χρόνια μὲ καιροὺς πάλε δικά μας θά ‘ναι», ψαλμός χαρμολύπης, με μιαν επωδό γεμάτη αναστάσιμη πίστη.
Έπεσε η Πόλις και έλαμψε το Γένος. «Πάντα τὰ ἔνδοξα ἡμῶν κατέπεσαν», θρηνολογεί ο χρονογράφος. Χάθηκαν τα ένδοξα, αλλά προβάλλει η «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», το Γένος. Στον τόπο του θνητού Αυτοκράτορα, ανακηρύσσει ευθύς νέο Αυτοκράτορα, αθάνατο: Τον μαρμαρωμένο Βασιλιά. Και για θρόνο του υψώνει έναν τάφο. Και πού τοποθετεί αυτόν τον ταφόθρονο; Στην βεβηλωμένη της Ορθοδοξίας Ακρόπολη, κάτω από τους θόλους της Αγιά – Σοφιάς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ο Κυρηναίος του Γένους, σηκώνει τον σταυρό της αιχμαλωσίας. Γι’ αυτό την σημαία του Εικοσιένα κρατά ένας δεσπότης και κάτω απ’ τα «ματωμένα ράσα» γονατισμένοι οι ξακουστοί πολέμαρχοι…
Τι να γράψω για το Εικοσιένα; απορώ και εξίσταμαι. Θυμάμαι εκείνον τον σπαρακτικότατο ψαλμό του Σολωμού, την «Γυναίκα της Ζάκυθος». «Καὶ ἐσυνέβηκε αὐτὲς τὶς ἡμέρες ὅπου οἱ Τοῦρκοι ἐπολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι…». Και τα επόμενα λόγια του ποιητή του Γένους, ένα – ένα αραδιασμένα, είναι σαν τις ψηφίδες, που συνταίριαζαν οι μεγάλοι μάστοροι του Βυζαντίου, για να ιστορήσουν το Πάθος: «Καὶ οἱ πλέον πάμφτωχοι ἐβγάνανε τ’ ὀβολάκι τους καὶ τὸ δίνανε καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους κοιτάζοντας κατὰ τὸ Μεσολόγγι καὶ κλαίοντας».
Σκέφτομαι. Δάσκαλος, εδώ στη Μακεδονία, δίπλα στο υπερφίαλο ξέφτι, που καμώνεται πως είναι κράτος αλεξανδρινό, πρέπει να σταλάξω στις καρδιές των μαθητών μου κάτι από εκείνα τα δοξασμένα χρόνια. Ας μείνουν στην άκρη για λίγο οι γραμματικές και οι δεκαδικοί. Ψάχνω κείμενα, άνθη μυρίπνοα των αγωνιστών, για να αναπληρώσω και τα σχολικά ψευτίσματα. Εξάλλου, τέτοιες μέρες – «εθνικής ανατάσεως» τις έλεγαν παλιά – βρίσκουν ευκαιρία τα απολειφάδια του προοδευτισμού, να εξεμέσουν τα δηλητήριά τους. Και μέσα στα σχολεία ιδίως, όπου βάζουν τους μαθητές να τραγουδούν και να απαγγέλουν ειρηνόφιλες, φραγκολεβαντίνικες μουρμούρες. («Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί» και όχι οι ειρηνόφιλοι). «Τό κακό θά σᾶς ἒρθει ἀπό τούς διαβασμένους», κανοναρχούσε ο Πατροκοσμάς. Δεν έλεγε μορφωμένους. Ο λαός μας τους διαβασμένους, τους ονόμαζε πολύξερους, ενώ τους μορφωμένους, γνωστικούς.
Ούτε τον «Θούριο» δεν διδάσκουμε πια…. Διαβάζω το «ὡς πότε παλικάρια», για το οποίο γράφει ο Ρίζος Νερουλός, «ἐγὼ ὁ ἴδιος, παριστάμενος κάποτε εἰς μιὰν διασκέδασιν Τούρκων ὑπουργῶν, τοὺς ἤκουσα νὰ διατάσσουν τοὺς Ἕλληνας μουσικοὺς νὰ τραγουδήσουν τὸν Θούριον...ο ἦχος ἤρεσεν τόσον εἰς τοὺς Τούρκους, ὥστε εἶχον ἀποστηθίσει τὰς πρώτας λέξεις χωρὶς νὰ λάβουν ποτὲ περιέργειαν νὰ πληροφορηθοῦν τὴν ἔννοιάν των…».
Διασώζει ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Κ. Φωριέλ, στο βιβλίο του «τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος», κάτι το εξαιρετικό. Αξίζει να διαβαστεί:
(Από το περιοδικό «Γνώσεις», εκδ. 1953). «Τὸ 1817 ἕνας φίλος μου ταξίδευε στὴ Μακεδονία μὲ τὴν συνοδεία ἑνὸς καλόγερου. Ὅταν ἔφτασαν σ’ ἕνα χωριό, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν συγκράτησε, σταμάτησαν γιὰ ἀνάπαυση σ’ ἕνα ἀρτοπωλεῖο, τὸ ὁποῖο ἦταν συγχρόνως καὶ τὸ πανδοχεῖο τῆς περιοχῆς. Ἕνα νέο παιδί, ἕνας Ἠπειρώτης, τράβηξε τὴν προσοχή τους. Τὸ παράστημά του ἦταν περήφανο, μὲ ὄψη ἀγέρωχης ὀμορφιᾶς, τοῦ ὁποίου τὰ μπράτσα, οἱ γυμνὲς κνῆμες, τὸ στῆθος, ἔδιναν τὸν τύπο τῆς κομψότητας καὶ τοῦ σφρίγους. Παρατήρησε μὲ προσοχὴ τοὺς δύο ταξιδιῶτες καὶ στρεφόμενος στὸν λαϊκό, τὸν ρώτησε: Ξέρεις νὰ διαβάζεις; Ἐκεῖνος συγκατάνευσε καὶ ὁ νεαρὸς Ἠπειρώτης τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσει σὲ γειτονικὸ ἀγρό. Κάθισαν σ’ ἕναν σωρὸ ἀπὸ πέτρες. Τὸ παιδὶ τότε ἔβαλε τὸ χέρι του στὸν κόρφο του καὶ ἔβγαλε κάτι, ποὺ ἦταν δεμένο μ’ ἕναν σπάγκο.
Ἦταν ἕνα μικρὸ βιβλίο, ὁ Θούριος τοῦ Ρήγα. Τὸ δίνει στὸν ξένο καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ τὸ διαβάσει. Ὁ ταξιδιώτης τὸ πῆρε καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ἀπαγγέλει μὲ στόμφο. Ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτὰ σήκωσε τὰ μάτια του καὶ ἔμεινε ἔκπληκτος». (Συνεχίζω στην καθαρεύουσα). «Ὁ ἀκροατής του δὲν ἦτο πλέον ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Τὸ πρόσωπόν του ἐφαίνετο φλογισμένον καὶ ὅλα τὰ χαρακτηριστικά του ἀπέδιδον ἔξαρσιν.
Τὰ μισοανοικτά του χείλη ἐδονοῦντο. Χείμαρρος δακρύων ἔπιπτεν ἀπὸ τὰ μάτια του, ἐνῷ τὸ σκιῶδες στῆθος του ἐταράσσετο καὶ συνεσπᾶτο». «Γιὰ πρώτη φορὰ ἀκοῦς νὰ σοῦ διαβάζουν τὸ βιβλιαράκι αὐτό; ρωτᾶ ὁ ταξιδιώτης. Ὄχι, τοῦ ἀπαντᾶ σκουπίζοντας τὰ μάτια του μὲ τὴν ἀνάστροφη τῆς παλάμης του. Τὸ ἔχω ἀκούσει πολλὲς φορές. Παρακαλῶ τοὺς διαβάτες καὶ μοῦ τὸ διαβάζουν συχνά... Καὶ πάντοτε κλαῖς; Ναί, πάντοτε…» Τι να πεις γι’ αυτό το ανεκλάλητο μεγαλείο; Το Γένος με δάκρυα στα μάτια, κάνοντας το σταυρό του, αξιώθηκε την ελευθερία του.
«Ἦταν μιὰ ἐκκλησιὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ τὸ καθισιό μου ἦταν ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς: Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορὰν τοὺς Ἕλληνες διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν. Καὶ ἐπῆρα ἕνα δρόμο κατὰ τὴν Πιάνα. Εἰς τὸν δρόμον ἀπάντησα τὸν ξάδελφόν μου Ἀντώνιον, τοῦ Ἀναστάση Κολοκοτρώνη, μὲ ἑφτὰ ἀνιψίδια μου, ἐγινήκαμε ἐννιά, καὶ τὸ ἄλογό μου δέκα∙ ἐγὼ ἤμουν καὶ χωρὶς ντουφέκι». Εννιά και ένα άλογο, άοπλοι, με την ευχή της Παναγίας, εκάμαμε την Επανάσταση, γράφει ο Κολοκοτρώνης.
Και πάλι δάκρυα για την… Ελλάς. Τι εκπληκτικό! Από την οιμωγή της Άλωσης, «σώπασε Κυρά- Δέσποινα», μέχρι την αγιασμένη Επανάσταση, το Γένος «πολυδακρύζει», έτσι όπως του δίδασκαν οι Γεροντάδες του. «Ὁ βουλόμενος ἀναστῆναι...οφείλει δάκρυσι καὶ στεναγμοῖς...νύκτωρ καὶ μεθ’ ἡμέραν ζητεῖν την τοῦ Θεοῦ βοήθειαν καὶ θείαν ἀντίληψιν». («Φιλοκαλία», τομ. Α΄). Αυτά τα δάκρυα μας έσωσαν.
Υπάρχουν κι άλλα, πικροδάκρυα, για τις σημερινές προκοπές μας. Είναι του Σολωμού. Θρήνος και παραίνεση μαζί. Γράφει το 1842 σε γράμμα του στον Τερτσέτη, τη μέρα του Ευαγγελισμού, λόγια που εξεικονίζουν και τη σημερινή Ελλάδα:
«Εἶναι εἴκοσι ἕνα χρόνια ποὺ σὰν σήμερα ἡ Ἑλλάδα ἔσπασε τὶς ἁλυσίδες. Ἡ μέρα αὐτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι μέρα γιὰ χαρὰ καὶ γιὰ δάκρυα. Χαρὰ γιὰ τὰ μελλούμενα, δάκρυα γιὰ τὴν σκλαβιά την περασμένη. Καὶ γιὰ τὸ σήμερα τί νὰ πῶ; Ἡ διαφθορὰ εἶναι τόσο γενικὴ κι ἔχει ρίζες τόσο βαθιὲς ποὺ σὲ κάνει νὰ σαστίζεις. Μόνο ὅταν τὰ αἴτια τῆς διαφθορᾶς ἐξολοθρευτοῦν πέρα ὡς πέρα, θὰ μπορέσουμε νά ‘χουμε μιὰ ἠθικὴ ἀναγέννηση.
Τότε τὸ μέλλον μας θὰ εἶναι μεγάλο, ὅταν ὅλα στηριχτοῦν στὴν ἠθική, ὅταν θριαμβεύσει ἡ δικαιοσύνη, ὅταν τὰ γράμματα καλλιεργηθοῦν ὄχι γιὰ μάταιη ἐπίδειξη, παρὰ γιὰ ὄφελος τοῦ λαοῦ, ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ παιδεία καὶ ἀπὸ μόρφωση ἐθνική. Τότε θὰ ἔχουμε – ἢ μᾶλλον θὰ ἔχουν τὰ παιδιά μας – μιὰ ἠθικὴ ἀναγέννηση καὶ τὸ μέλλον τῆς πατρίδας μας θὰ εἶναι μεγάλο».